- κομμιογραφία
- Είδος υδατογραφίας, στην οποία χρησιμοποιείται ένα παρασκεύασμα που περιέχει, εκτός από τα συνηθισμένα υδατοχρώματα, νερουλό διάλυμα από αραβικό κόμμι και μέλι. Η κ. είναι γνωστή κυρίως με την ονομασία gouache. Βλ. λ. γκουάς.
* * *ηείδος υδατογραφίας η οποία χρησιμοποιεί, αντί για τα συνηθισμένα υδατοχρώματα, παρασκεύασμα που περιέχει υδαρές διάλυμα αραβικού κόμμεως με προσθήκη μελιού2. πίνακας ζωγραφισμένος με αυτά τα χρώματα.
Dictionary of Greek. 2013.